- ξανακρίνω
- (Μ ξανακρίνω)1. δικάζω πάλι2. επανεξετάζω, αναθεωρώμσν.(για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανακρινίσκω — (Μ) (για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακρίνω + επίθ. ίσκω] … Dictionary of Greek